ζουμερός — ή, ό 1. χυμώδης: Ζουμερό πορτοκάλι. 2. αυτός που έχει ουσία, νόημα: Ζουμερά λόγια. 3. αποδοτικός, κερδοφόρος: Ζουμερή δουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ερός — ή, ό (AM ερός, ά, όν) 1. παραγωγικό επίθημα επιθέτων που σημαίνει πλησμονή, π.χ. θλιβερός, βροχερός, φθονερός κ.λπ. 2. στο ουδ. ουσιαστικών σημαίνει το όργανο ή το δοχείο όπου περιέχεται αυτό που δηλώνει το θέμα, π.χ. πατερό (ο ληνός, το… … Dictionary of Greek
έγχυλος — ἔγχυλος, ον (Α) 1. χυμώδης, ζουμερός 2. αυτός που δεν έχει αποξηρανθεί 3. (για αβγό βραστό) μελάτος … Dictionary of Greek
ένικμος — ο (Α ἔνικμος, ον) [ικμάς] νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ένικμος γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών κρυπτοφαγιδών αρχ. 1. αυτός που έχει ικμάδα, υγρασία 2. (για σάρκα σφαγίων) τρυφερός, χυμώδης, ζουμερός 3. (για ασθενή) αυτός που έχει ή… … Dictionary of Greek
βογγερός — ή, ό 1. αυτός που συνοδεύεται από βόγγους 2. εκείνος που παράγει ισχυρό ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βόγγος + (κατάλ.) ερός (πρβλ. βροχερός, δροσερός, ζουμερός, καυτερός, παγερός κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δείσα — δεῑσα, η (Α) μούχλα, ακαθαρσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λέξη αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. δείσα προέρχεται πιθ. από τ. *gweidh ia ή *gweidh sa με αναγωγή σε ρίζα* gweid (h) «λάσπη, ρύπος» (πρβλ. αρχ. σλαβ. židŭkŭ «πολύ ζουμερός», ρωσ. židkij «υγρός», αρχ … Dictionary of Greek
εξυγραίνω — ἐξυγραίνω (Α) 1. βρέχω, μουσκεύω 2. (για καρπό) γίνομαι ζουμερός 3. κάνω κάτι μαλθακό, εκφυλίζω («ταῑς ἡδοναῑς ἐξυγραίνειν καὶ ἀνατήκειν τὰ σώματα», Πλούτ.) 4. παθ. ξεραίνομαι … Dictionary of Greek
εύχυμος — η, ο (ΑΜ εὔχυμος, ον) 1. αυτός που έχει καλό και άφθονο χυμό, χυμώδης, ζουμερός 2. εύγευστος, γευστικός, νόστιμος αρχ. 1. ο δημιουργός καλών, υγεινών χυμών 2. γεν. αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση. επίρρ... εὐχύμως (Α) με εύχυμο τρόπο, με… … Dictionary of Greek
ζουμάτος — η, ο αυτός που περιέχει χυμό, ζουμί, ο ζουμερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζουμί + κατάλ. άτος (πρβλ. ξιδ άτος, πιπερ άτος)] … Dictionary of Greek
ζουμερά — τα [ζουμερός] βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού που παλαιότερα ήταν γνωστό με την ονομασία κοτυληδών ο ομφαλός … Dictionary of Greek